κοσμικότητα

κοσμικότητα
η
η τάση και η ικανότητα για συναναστροφή, η κοινωνικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμικός. Η λ., στον λόγιο τ. κοσμικότης, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοσμικότητα — η η ιδιότητα του κοσμικού, κοινωνικότητα, συναναστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Μάκε, Αουγκούστ — (August Macke, Μέσεντε, Γερμανία 1887 – Περτ λε Ιρλίς, Γαλλία 1914). Γερμανός ζωγράφος. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της ομάδας του Γαλάζιου Καβαλάρη και από τους θεμελιωτές του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Στο Βερολίνο είχε δάσκαλο τον Λόβις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”